ΔΕΕ: Οι σπουδές μέσω δικαιόχρησης αναγνωρίζονται σα να έγιναν στο εξωτερικό

Βασίλης Χατζόπουλος,

Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και στο Κολλέγιο της Ευρώπης, Δικηγόρος Αθηνών.

Το Δικαστήριο επιβεβαιώνει ότι τα πτυχία που χορηγούνται βάσει συμβάσεων δικαιόχρησης (franchise) και πιστοποίησης αναγνωρίζονται βάσει της ΣυνθΛΕΕ: C-577/20, A και Sosiaali- ja terveysalan lupa- ja valvontavirasto, 16-6-22, EU:C:2022:467.

Η απόφαση αυτή που εκδόθηκε από το πρώτο Τμήμα του Δικαστηρίου, με την παρέμβαση τεσσάρων κρατών μελών είναι σημαντική για κάποια από αυτά που λέει, αλλά, κυρίως, για όσα δεν λέει, υιοθετώντας άποψη απολύτως αντίθετη προς αυτήν του Γενικού Εισαγγελέα Szpunar. Η υπόθεση είναι απλή και πολύ γνωστή σε όσους παρακολουθούν τα εκπαιδευτικά θέματα στη χώρα μας: η Α, μια Φιλανδή η οποία απέκτησε μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών από Βρετανικό Πανεπιστήμιο (στην προ-Brexit εποχή), σπουδάζοντας σε «Κολλέγιο» στη Φιλανδία, στα Φιλανδικά, βρέθηκε αντιμέτωπη με την άρνηση του οικείου επαγγελματικού φορέα της χώρας της να την εγγράψει στα μητρώα του.

Το επάγγελμα που επιθυμούσε να ασκήσει η Α ήταν αυτό του ψυχοθεραπευτή, το οποίο στη μεν Φιλανδία είναι «νομοθετικά ρυθμιζόμενο» στο δε ΗΒ ασκείται ελεύθερα. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η Α δεν είχε ασκήσει το επάγγελμα αυτό στο ΗΒ για τουλάχιστον έναν χρόνο – για την ακρίβεια δεν είχε ποτέ μετακινηθεί από-προς το ΗΒ για λόγους σπουδών ή επαγγέλματος – ήταν δεδομένο ότι εν προκειμένω δεν εφαρμοζόταν η Οδηγία 2005/36/ΕΚ για την αμοιβαία αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων. Με δεδομένο ότι ο Φιλανδικός επαγγελματικός φορέας για την αξιολόγηση του πτυχίου της Α ακολούθησε διαδικασίες και κριτήρια τα οποία δε φαίνεται να συνάδουν με το Ενωσιακό δίκαιο, το παραπέμπον δικαστήριο υπέβαλε δύο ερωτήματα σχετικά α) με το αν εφαρμόζεται εν προκειμένω το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης και β) σε καταφατική περίπτωση, τι είδους διαδικασίες και κριτήρια οφείλουν να ακολουθηθούν για να αξιολογηθεί ο τίτλος σπουδών.

Η απάντηση και στα δύο ερωτήματα έμοιαζε προφανής, στη βάση προηγούμενης νομολογίας του ΔΕΕ σε υποθέσεις όπως οι Βλασσοπούλου (C‑340/89, EU:C:1991:193, γενική υποχρέωση αναγνώρισης εκτός Οδηγίας με βάση αντικειμενικά κριτήρια), Neri (|C-153/02, EU:C:2003:614, αναγνώριση τίτλων που εκδίδονται στο ΚΜ υποδοχής βάσει σύμβασης δικαιόχρησης) και Brouillard (C‑298/14, EU:C:2015:652, υποχρέωση του ΚΜ υποδοχής να αξιολογήσει τους τίτλους σπουδών δικών του υπηκόων, όταν αυτοί προέρχονται από ιδρύματα άλλων ΚΜ   έστω και εξ’ αποστάσεως, στηριζόμενο «αποκλειστικώς στον βαθμό των γνώσεων και των προσόντων, που, με βάση το δίπλωμα αυτό, τη φύση και τη διάρκεια των σπουδών και τη σχετική με αυτές πρακτική εκπαίδευση, τεκμαίρεται ότι διαθέτει ο κάτοχός του»). Το «προφανές» του πράγματος, κατέρρευσε ωστόσο στις 12/3/22, όταν ο ΓΕ Szpunar δημοσίευσε τις Προτάσεις του, στις οποίες έκρινε σκόπιμο να προβάλει μια ιδιαίτερα συσταλτική ερμηνεία τόσο της Οδηγίας 2005/36 όσο και της ΣυνθΛΕΕ (παρ. 32-47) και να καταλήξει στο παρακάτω συμπέρασμα:

«47. Από τα προεκτεθέντα στοιχεία προκύπτει επίσης ότι η κατάσταση του A, όπως εκτέθηκε από το αιτούν δικαστήριο, δεν παρουσιάζει κανένα συνδετικό στοιχείο με τις διατάξεις της Συνθήκης περί θεμελιωδών ελευθεριών. Το γεγονός και μόνον ότι το επίμαχο δίπλωμα χορηγήθηκε σε συνεργασία με πανεπιστήμιο άλλου κράτους μέλους δεν αποδεικνύει την ύπαρξη επαρκούς συνάφειας με την κατάσταση του A, όταν το δίπλωμα χορηγείται στο πέρας εκπαίδευσης πραγματοποιηθείσας στο κράτος μέλος υποδοχής, στη γλώσσα του κράτους αυτού, με αποκλειστικό σκοπό να καταστεί δυνατή η πρόσβαση στο επάγγελμα του ψυχοθεραπευτή στη Φινλανδία. Κατά τη γνώμη μου, ως προς τον A, η εμπλοκή του αλλοδαπού πανεπιστημίου έχει αμιγώς παρεπόμενο χαρακτήρα. Υπό τις περιστάσεις αυτές, τα άρθρα45 και 49ΣΛΕΕ, τα οποία αποσκοπούν στην προστασία των προσώπων που κάνουν όντως χρήση των θεμελιωδών ελευθεριών, δεν απονέμουν δικαιώματα στον A. Ο A δεν μπορεί να επικαλεστεί τα εν λόγω άρθρα στο πλαίσιο της αίτησής του περί πρόσβασης στο επάγγελμα του ψυχοθεραπευτή και άσκησης του εν λόγω επαγγέλματος».

Αυτή η επιχειρηματολογία, μοιάζει επικίνδυνα με αυτήν που προβάλλεται από διάφορους επαγγελματικούς φορείς στη χώρα μας και αλλού προκειμένου «νομιμοφανώς» να παραβιάζουν το δίκαιο της ΕΕ και είναι προφανώς αντίθετη με την μέχρι τώρα νομολογία του ΔΕΕ για το θέμα αυτό. Συνεπώς, ο ΓΕ εμμέσως πλην σαφώς ζήτησε από το Δικαστήριο να προβεί σε μεταστροφή/περιορισμό της προηγούμενης νομολογίας του, χωρίς ωστόσο να δώσει κάποια επαρκή αιτιολογία για τη μεταστροφή αυτή – απλώς προβάλλοντας μια ανάλυση διαφορετική από αυτήν που έχει συστηματικά ακολουθήσει το Δικαστήριο στην ιδιαίτερα πλούσια νομολογία του στον τομέα της αναγνώρισης των επαγγελματικών προσόντων. Η πρόταση του ΓΕ βασίζεται σε μια ιδιότυπη θεώρηση της ύπαρξης «αμιγώς εσωτερικής υπόθεσης», κατά την οποία κάθε στοιχείο σύνδεσης με το Ενωσιακό δίκαιο απουσιάζει ή τουλάχιστον «έχει αμιγώς παρεπόμενο χαρακτήρα».

Η πρόταση του ΓΕ φαντάζει ακόμη πιο δυσεξήγητη ερχόμενη μερικούς μήνες μετά από την απόφαση του Δικαστηρίου σε βάρος της Ουγγαρίας (C-66/18, EU: 2020:792), στην οποίαν το δικαίωμα των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων να εγκαθίστανται και να λειτουργούν σε άλλα ΚΜ αναγνωρίστηκε ως θεμελιώδες δικαίωμα προστατευόμενο από τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, άρθρο 13. Στην απόφαση αυτήν το Δικαστήριο α) θεώρησε ότι ο Χάρτης καταλαμβάνει την παιδεία δια μέσου των υποχρεώσεων που έχουν αναλάβει τα ΚΜ όταν υπέγραψαν την GATS, παρακάμπτοντας τον περιορισμό του άρθρου 165 ΣυνθΛΕΕ, β) ερμήνευσε τη σχετική ελευθερία σαφώς ευρύτερα από τη σχετική νομολογία του Στρασβούργου και γ) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτή «έχει επίσης μια θεσμική και διαρθρωτική διάσταση, δεδομένου ότι η ύπαρξη και η χρήση μιας υποδομής είναι βασική προϋπόθεση της άσκησης εκπαιδευτικών και ερευνητικών δραστηριοτήτων» (σκέψη 227). Περαιτέρω έκρινε το ΔΕΕ και ότι τα εθνικά μέτρα που περιορίζουν την άσκηση της δραστηριότητας των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων μπορούν, κατά περίπτωση, να παραβιάζουν και «την ελευθερία ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και την επιχειρηματική ελευθερία, αυτές κατοχυρώνονται στο άρθρο 14, παράγραφος 3, και στο άρθρο 16 του Χάρτη αντιστοίχως» (σκέψη 229).

Εν όψει αυτής της πρόσφατης νομολογίας που αφορά στους παρόχους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, σε συνδυασμό με την πλούσια νομολογία που συνοπτικά αναφέρεται στις προηγούμενες παραγράφους και που αφορά στα δικαιώματα των πτυχιούχων/επαγγελματιών, θα προκαλούσε εντύπωση αν το Δικαστήριο ακολουθούσε τις προτάσεις του ΓΕ Szpunar.

Πράγματι, το Δικαστήριο όχι μόνον δεν ακολούθησε τις προτάσεις του ΓΕ ως προς το σημείο αυτό, αλλά με εμφατικό τρόπο τις απέρριψε (σκέψεις 30-44). Περαιτέρω, αποσαφήνισε ότι ακόμη και στις περιπτώσεις που δεν εφαρμόζεται η Οδηγία 2005/36/ΕΚ τόσο τα κριτήρια όσο και οι διαδικασία που οφείλει να εφαρμόσει το ΚΜ υποδοχής είναι παρόμοια με αυτά της Οδηγίας, καθώς σε κάθε περίπτωση «η διαδικασία συγκριτικής εξέτασης προϋποθέτει αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών στους τίτλους που πιστοποιούν επαγγελματικά προσόντα, οι οποίοι χορηγούνται από κάθε κράτος μέλος» (σκέψη 48). Έτσι μόνον «όταν η αρμόδια αρχή κράτους μέλους έχει σοβαρές αμφιβολίες, και όχι απλές υποψίες»  μπορεί να αποταθεί στην αρχή που έχει εκδώσει τον τίτλο και να της ζητήσει την ανάκληση του (σκέψη 49). Η αρχή του ΚΜ προέλευσης οφείλει, αν τεθούν υπόψη της « συγκεκριμένα στοιχεία τα οποία συνιστούν δέσμη συγκλινουσών ενδείξεων περί του ότι το δίπλωμα που επικαλείται ο αιτών δεν αντικατοπτρίζει τον βαθμό γνώσεων και προσόντων που, βάσει του διπλώματος αυτού, τεκμαίρεται ότι έχουν αποκτηθεί από τον κάτοχό του … να επανεξετάσει, υπό το πρίσμα των στοιχείων αυτών, το βάσιμο της χορηγήσεως του εν λόγω διπλώματος και, ενδεχομένως, να προβεί στην ανάκλησή του» (σκέψη 50). Σε περίπτωση όμως που το ΚΜ προέλευσης δεν προβεί σε ανάκληση του τίτλου, τότε η αρχή του ΚΜ υποδοχής δε μπορεί να αμφισβητήσει πια τον τίτλο, παρά μόνο σε ιδιαίτερα εξαιρετικές περιστάσεις (σκέψη 52).

Με τον τρόπο αυτόν το Δικαστήριο περιγράφει – και επιβάλλει – μια ιδιότυπη διοικητική συνεργασία μεταξύ των αρχών των ΚΜ η οποία έχει ως βασικό στόχο να εξασφαλίζει ότι οι αρχές των ΚΜ δεν ενεργούν αυθαίρετα και μονομερώς εις βάρος των πολιτών της Ένωσης που κάνουν χρήση των θεμελιωδών ελευθεριών της Συνθήκης. Παράλληλα, όμως, και σε εξαιρετικές περιπτώσεις κατά τις οποίες διαφαίνεται ότι υπάρχει κατάχρηση (fraude à la loi), η διαδικασία αυτή διασφαλίζει και τη δημόσια τάξη και ασφάλεια στα ΚΜ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, από πλευράς θεωρητικής, παρουσιάζει το γεγονός ότι η ως άνω περιγραφόμενη διοικητική συνεργασία διαπνέεται μεν από τη λογική της Οδηγίας 2005/36/ΕΚ (και της Οδηγίας 2006/123/ΕΚ για τις υπηρεσίες), εφαρμόζεται όμως, σύμφωνα με το Δικαστήριο, στα πλαίσια της άμεσης εφαρμογής των διατάξεων της ΣυνθΛΕΕ για την ελευθερία κυκλοφορίας (45 επ) και εγκατάστασης (49 επ). Από πλευράς πρακτικής το ενδιαφέρον της υπό σχολιασμό απόφασης έγκειται στο ότι το Δικαστήριο τάσσεται πιο τολμηρά από την Επιτροπή υπέρ των σπουδών βάσει δικαιόχρησης ή πιστοποίησης. Σύμφωνα με τον Οδηγό Εφαρμογής της Οδηγίας 2005/36 τον οποίον δημοσίευσε η Επιτροπή το 2020 (https://op.europa.eu/en/publication-detail/-/publication/c1f9f567-daae-11ea-adf7-01aa75ed71a1, ερώτηση 8),

«Για να αναγνωριστούν τα προσόντα αυτά στο κράτος μέλος υποδοχής βάσει της οδηγίας, πρέπει να πληρούται ένα σύνολο προϋποθέσεων. Η εκπαίδευση που έχει πραγματοποιηθεί στο ίδρυμα που λειτουργεί βάσει συμφωνίας δικαιόχρησης πρέπει να έχει επικυρωθεί επισήμως από το ίδρυμα που απονέμει το δίπλωμα. Επίσης, πρέπει το δίπλωμα που απονέμεται στο πλαίσιο «δικαιόχρησης» να είναι το ίδιο με εκείνο που χορηγείται όταν η εκπαίδευση πραγματοποιείται εξ ολοκλήρου στο κράτος μέλος όπου εδρεύει το ίδρυμα που χορηγεί το δίπλωμα. Τέλος, το δίπλωμα που απονέμεται στο πλαίσιο «δικαιόχρησης» πρέπει να παρέχει τα ίδια δικαιώματα πρόσβασης στο επάγγελμα στο κράτος μέλος όπου εδρεύει το ίδρυμα που χορηγεί το δίπλωμα. Το κράτος μέλος υποδοχής μπορεί να ελέγξει την εκπλήρωση αυτών των προϋποθέσεων».

Απεναντίας, στην παρουσιαζόμενη απόφαση – στην οποίαν υπενθυμίζεται ότι ζητούμενη δεν είναι η εφαρμογή της Οδηγίας αλλά του πρωτογενούς δικαίου της ΣυνθΛΕΕ – το Δικαστήριο αφενός δεν θέτει καμία από τις ως άνω ουσιαστικές προϋποθέσεις και αφετέρου κρίνει ότι οι έλεγχοι του ΚΜ υποδοχής έχουν εξαιρετικό χαρακτήρα.

Τέλος η απόφαση αυτή είναι σημαντική γιατί επαναλαμβάνει με εμφατικό τρόπο ότι δεν υπάρχουν περιπτώσεις αναγνώρισης επαγγελματικών προσόντων κτηθέντων σε άλλο ΚΜ της ΕΕ που να εκφεύγουν του Ενωσιακού δικαίου: αν για οποιονδήποτε λόγο δεν εφαρμόζεται η Οδηγία 2005/36, εφαρμόζεται – με αντίστοιχο ουσιαστικό και (πλέον και) διαδικαστικό περιεχόμενο – η ίδια η ΣυνθΛΕΕ.

Την απόφαση αυτή θα πρέπει να τη διαβάσουν με προσοχή τόσο στο Υπουργείο Παιδείας (ΑΤΕΕΝ) όσο και στους επαγγελματικούς συλλόγους της χώρας μας οι οποίοι θεωρούν ότι δήθεν εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον, φέρνοντας κάθε λογής προσκόμματα, πρακτικά ή νομικά, συλλήβδην σε όλους τους αποφοίτους Κολλεγίων και καταδικάζοντάς τους στην ανεργία σε αντικείμενα (όπως λ.χ. τα επαγγέλματα υγείας ή τα τεχνικά επαγγέλματα) στα οποία η ζήτηση υπερκερνάει την προσφορά εργασίας. Είναι γεγονός ότι κάποια Κολλέγια είναι πιο σοβαρά και αξιόπιστα από άλλα, και η διαδικασία που εισάγεται από την εδώ συζητούμενη απόφαση του ΔΕΕ προσφέρει ακριβώς το εργαλείο που επιτρέπει «να χωριστεί η ήρα από το σιτάρι», χωρίς όμως να παραβιάζεται η Ενωσιακή νομιμότητα και να υποχρεούνται οι πολίτες σε μακροχρόνιους και πολυέξοδους δικαστικούς αγώνες.

Share this post