Capital Controls εν καιρώ κρίσης

Δρ. Απόστολος Ι. Σαμαράς,

Δικηγόρος Αθηνών, ΜΔΕ, ΔΝ Ευρωπαϊκού Δικαίου Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, Μεταδιδακτορικός Ερευνητής / Βοηθός Διδασκαλίας στον Τομέα Διεθνών Σπουδών της Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, Διδάσκων σε Σχολές του ΠΝ & ΛΣ.

I. Εισαγωγή

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, που ξεκίνησε στα τέλη Φεβρουαρίου του 2022, ώθησε την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) να λάβει πρωτόγνωρες αποφάσεις για την ασφάλεια, την άμυνα και τη διεύρυνσή της, υιοθετώντας παράλληλα πολύ σκληρά πακέτα κυρώσεων κατά της Ρωσίας. Ως επακόλουθο των εν λόγω κυρώσεων και των αντίστοιχων αμερικανικών κυρώσεων, η Ρωσία ανακοίνωσε -μέσα σε λίγα μόλις εικοσιτετράωρα- την εφαρμογή «capital controls» για να ανακόψει την έξοδο των ξένων επιχειρήσεων από τη χώρα και τις εν γένει μαζικές εκροές κεφαλαίων με δυνητικά τρομερές συνέπειες για την κατάσταση της εγχώριας οικονομίας. Με αφορμή το έντονο ενδιαφέρον ως προς την είδηση αυτή, που αναθέρμανε τη συζήτηση σχετικά με τους ελέγχους κεφαλαίων και έγινε αντικείμενο μεγάλης προσοχής από τα διεθνή και τα εθνικά μέσα ενημέρωσης, δύναται να αφήσει κανείς τη σκέψη του να προχωρήσει ένα βήμα πιο πέρα και να αναρωτηθεί ως προς τη νομική φύση των capital controls και τη σημασία της δυνατότητας εφαρμογής τους εν καιρώ κρίσης από τα κράτη μέλη της ΕΕ, όπου οι κοινωνίες βιώνουν πλέον -με όσα συμβαίνουν στην Ευρώπη- μια πρωτοφανή κατάσταση αλλεπάλληλων πολυεπίπεδων κρίσεων: γεωπολιτική κρίση, αλλά και υγειονομική, ενεργειακή, πληθωριστική και, φυσικά, κλιματική κρίση. Όλες αυτές οι κρίσεις -καθεμιά με την ιδιαιτερότητά της- προκαλούν πολλαπλές αλυσιδωτές επιπτώσεις στις εγχώριες οικονομίες των κρατών μελών, ενώ δεν παρατηρείται πάντοτε η αναγκαία ετοιμότητα από την πλευρά της ΕΕ για συνολική και αποτελεσματική αντίδραση, με γρήγορα και επαρκή αντανακλαστικά, χωρίς περιττές χρονοτριβές. Σε ένα διαρκώς ρευστό περιβάλλον, στο οποίο τα ευάλωτα σημεία των εθνικών οικονομιών είναι λιγότερο ορατά, οδηγούμαστε άραγε προς μια κατεύθυνση περαιτέρω άμβλυνσης ή δυναμικής επαναφοράς των κεφαλαιακών ελέγχων στον ευρωπαϊκό χώρο;

 

II. Ο ρόλος των ελέγχων επί της διακίνησης κεφαλαίων

Καταρχάς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το καθεστώς ως προς τη διεθνή κινητικότητα των κεφαλαίων είναι ζωτικής σημασίας. Γενικώς, όμως, διακρίνεται η αδυναμία εύρεσης οριστικής λύσης σε σχέση με τον ακριβή καθορισμό της έννοιας των «ελέγχων κεφαλαίου», η πολυπλοκότητα της οποίας καθίσταται έτι περαιτέρω εμφανής όσον αφορά την περιγραφή των πολιτικών διαχείρισης που αποσκοπούν στον έλεγχο των χρηματοοικονομικών ροών που εισέρχονται ή/και εξέρχονται από μια οικονομία, ούτως ώστε να διασφαλιστεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Αναντίρρητα, οι έλεγχοι περιορίζουν, σε ένα μεγάλο ή μικρότερο βαθμό, την κυκλοφορία των κεφαλαίων. Η χρήση τους, δια εθνικών μέτρων, ενδείκνυται προκειμένου να μειωθούν οι άστατες κινήσεις, τόσο των εισροών (εισόδου), όσο και των εκροών (εξόδου) κεφαλαίων από μια χώρα. Τούτες οι αυξημένες και μεταβλητές κινήσεις μπορούν να αποδοθούν κατά κύριο λόγο στην επέκταση της παγκόσμιας οικονομίας και στην προθυμία του κάθε κράτους να ελευθερώσει το χρηματοπιστωτικό του σύστημα.

Στις περισσότερες χώρες παγκοσμίως μπορούν δε, ακόμη και σήμερα, να τεθούν υπό προϋποθέσεις περιορισμοί στις εισροές και εκροές κεφαλαίων. Άλλωστε, αρκετές χώρες κατά το παρελθόν, επέβαλλαν ελέγχους εισροών για να ανταποκριθούν στις μακροοικονομικές επιπτώσεις του αυξανόμενου μεγέθους και της μεταβλητότητας των εισροών κεφαλαίων, ενώ οι έλεγχοι στις εκροές εφαρμόζονταν κυρίως σε βραχυπρόθεσμες κεφαλαιακές συναλλαγές για την αντιμετώπιση κερδοσκοπικών ροών που απειλούσαν να υπονομεύσουν τη σταθερότητα της συναλλαγματικής ισοτιμίας και να εξαντλήσουν τα συναλλαγματικά αποθέματα. Η αποτελεσματικότητα των ελέγχων, ως προς την επίτευξη των στόχων τους, ήταν ως επί το πλείστον ασαφής, αφού για τις περισσότερες χώρες, ακόμη και αν είχαν βραχυπρόθεσμα θετικές συνέπειες, μάλλον απέτυχαν να εκπληρώσουν τον συνολικό σκοπό τους. Ας σημειωθεί ότι οι έλεγχοι/περιορισμοί περιλαμβάνουν ένα ευρύ φάσμα διαφοροποιημένων και ειδικών μέτρων για κάθε χώρα, είτε περιορίζοντας τις κεφαλαιακές συναλλαγές, τις συναφείς πληρωμές και κάθε μεταφορά κεφαλαίου μέσω αυστηρών απαγορεύσεων, είτε καθιστώντας τις συναλλαγές πιο δαπανηρές, με αποτέλεσμα να αποθαρρύνεται η κίνηση κεφαλαίων και οι σχετικές με αυτήν συναλλαγές.

III. Η απελευθέρωση των κεφαλαίων στην ΕΕ

Είναι αληθές πως η αυξανόμενη βαρύτητα ως προς την τάση απελευθέρωσης της διεθνούς διακίνησης κεφαλαίου αντικατοπτρίζεται στις διεθνείς και διακρατικές συμφωνίες. Η αντιμετώπιση της εν γένει κεφαλαιακής απελευθέρωσης, ωστόσο, δεν προϋποθέτει ότι όλες οι απελευθερώσεις ήταν/είναι παρόμοιες στην ένταση και την ταχύτητά τους διεθνώς. Εξυπακούεται, μάλιστα, ότι δεν είναι, καθόσον η εμπειρία κάθε χώρας είναι διαφορετική. Εν πάση περιπτώσει, τα μειονεκτήματα των περιορισμών και των πάσης φύσεως εμποδίων στις ροές κεφαλαίων οδήγησαν στη σταδιακή απομάκρυνσή τους στην Ευρώπη, όπως συνέβη και διεθνώς σε μεγάλο βαθμό, καθώς υπερίσχυσε το γενικό αξίωμα ότι η απρόσκοπτη λειτουργία των αγορών δύναται να αποφέρει τα βέλτιστα οικονομικά αποτελέσματα, εκτός εάν έκτακτες και εξαιρετικές οικονομικοπολιτικές συνθήκες δικαιολογούν την προσωρινή επαναφορά τους. Βεβαίως, ακόμη και στην τελευταία περίπτωση, τα κράτη μέλη της ΕΕ πάντοτε επιδιώκουν τη χαλάρωση και μετέπειτα κατάργηση των περιορισμών/ελέγχων κεφαλαίων [1] με ρεαλιστικά βήματα, ανάλογα με την προοδευτική επίτευξη των συνθηκών οικονομικής ισορροπίας. Αξίζει δε να αναφερθεί ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, ως ένας από τους κύριους πυλώνες του φιλελευθερισμού, έχει θεσμοποιηθεί περαιτέρω από το ΔΝΤ [2].

Στην ΕΕ, η ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων [3], η οποία εξελίχθηκε σταδιακά και με πολλές επιφυλάξεις εκ μέρους των κρατών μελών, συνιστά μία εκ των τεσσάρων θεμελιωδών ελευθεριών της εσωτερικής αγοράς [4], αποτελώντας όχι μόνο την πιο πρόσφατη από αυτές, αλλά, λόγω της ιδιαιτερότητάς της, καθότι περιλαμβάνει και τρίτες χώρες, και την ευρύτερη.  Η ισχύουσα νομική βάση της ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων και πληρωμών προβλέπεται στα άρθρα 63-66 της Συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ (ΣΛΕΕ). Βάσει των ως άνω άρθρων, οι χώρες της Ένωσης έχουν την υποχρέωση -εκ του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου- να άρουν, να μη διατηρούν σε ισχύ και να μη θεσπίζουν οποιαδήποτε περιοριστικά μέτρα [5] στην κίνηση των κεφαλαίων και τις πληρωμές μεταξύ τους και με τις τρίτες χώρες, εκτός ορισμένων εξαιρέσεων που ερμηνεύονται στενά. Συναφώς, η προσπάθεια ελαχιστοποίησης κατά το δυνατόν των φραγμών στην ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων επηρεάζεται από μια αντίληψη περί συνεχούς οικονομικής προόδου των κρατών μελών και τη συνολική ενωσιακή στρατηγική περί αποτελεσματικού ανοίγματος της εσωτερικής αγοράς, προκειμένου τα κεφάλαια να κυκλοφορούν ανεμπόδιστα και να συγκεντρώνονται ελεύθερα στις αγορές με τη βέλτιστη οικονομική απόδοση καθόσον παραμένει ως βασική ιδέα ότι οι αγορές δεν θα πρέπει να διαχωρίζονται τεχνητά κατά μήκος των εθνικών γραμμών.

IV. Η κατ’ εξαίρεση δικαιολόγηση κεφαλαιακών περιορισμών

Οι εκτεταμένοι περιορισμοί στη διακίνηση κεφαλαίων εφαρμόζονται συνήθως σε περιόδους εκτάκτων συνθηκών, με την υποχρέωση να διασφαλίζεται η μη παραβίαση των διατάξεων του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου. Ειδικότερα, πέραν της πρωταρχικής για τα ευρωπαϊκά δεδομένα περίπτωσης της Ισλανδίας [6], όσον αφορά τους κεφαλαιακούς ελέγχους που επιβλήθηκαν πριν κάποια χρόνια στην Κύπρο [7] και την Ελλάδα, δηλαδή τα συχνώς αποκαλούμενα -δια της αγγλικής τους ορολογίας- «capital controls», έτσι ορίζονται γενικώς τα πάσης φύσεως περιοριστικά μέτρα αυτού του είδους που εφαρμόζονται κατόπιν ενεργειών κυβέρνησης, κεντρικής τράπεζας ή/και άλλης εθνικής ρυθμιστικής αρχής, και δη στο πλαίσιο δέσμης οικονομικών μέτρων έκτακτης ανάγκης, ως εργαλεία πρόληψης της επιδείνωσης μιας οικονομικής κρίσης. Σύμφωνα με τη Συνθήκη για τη λειτουργία της ΕΕ, τα κράτη μέλη μπορούν κατ’ εξαίρεση να λαμβάνουν μέτρα για την κίνηση κεφαλαίων, τα οποία υπαγορεύονται από λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας. Με βάση τη νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ, που εγγυάται την ομοιόμορφη και κατά προτεραιότητα εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου σε όλα τα κράτη μέλη, επιτρέπεται επίσης να θεσπιστούν μέτρα για άλλους επιτακτικούς λόγους γενικού δημόσιου συμφέροντος. Οι εξαιρέσεις αυτές από την αρχή της ελεύθερης κίνησης των κεφαλαίων πρέπει όμως να ερμηνεύονται απολύτως στενά, να μη θεσπίζουν διακρίσεις, να είναι δε κατάλληλες και αναλογικές υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου στόχου. Τούτο σημαίνει ότι οι έλεγχοι κεφαλαίων πρέπει να επιβάλλονται για το συντομότερο δυνατό χρονικό διάστημα, διότι απαιτείται η ελεύθερη κίνηση των κεφαλαίων να αποκαθίσταται εκ νέου το ταχύτερο προς το συμφέρον της εγχώριας οικονομίας, της Ευρωζώνης και της ενιαίας αγοράς της Ένωσης στο σύνολό της.  

Με μια αναδρομή στο κοντινό παρελθόν, διαπιστώνει κανείς τον όλως ιδιάζοντα ρόλο των ελέγχων κεφαλαίων. Στα τέλη Ιουνίου του 2015, όταν οι έλεγχοι κεφαλαίων έγιναν μέρος της ελληνικής καθημερινότητας, τα προβλήματα που αντιμετώπισαν οι πολίτες, οι επιχειρήσεις και το κράτος ήταν πολλά και σοβαρά, ενώ από την πλήρη άρση τους, την 1η Σεπτεμβρίου του 2019, άλλαξε η συνολική εικόνα της εγχώριας οικονομίας· μετά την παρέλευση τετραετίας από την αρχική επιβολή τους, οι έλεγχοι ήταν πλέον παρελθόν και η Ελλάδα επανακτούσε την τέταρτη θεμελιώδη οικονομική ελευθερία της ΕΕ, ως αναγκαία συνθήκη για την προσέλκυση επενδύσεων και την περαιτέρω ανάπτυξη. Υπό τις περιστάσεις του 2015 και των επόμενων χρόνων, η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού και τραπεζικού συστήματος στην Ελλάδα -ως κύρια και άμεση πρόκληση για τη χώρα- αποτέλεσε, πράγματι, θέμα επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος και δημοσίας τάξης που φαινόταν να δικαιολογεί την επιβολή των προσωρινών περιορισμών στις ροές κεφαλαίων, κυρίως για την αποφυγή ενός ξαφνικού «bank run», μέσω του περιορισμού των εκροών καταθέσεων από το τραπεζικό σύστημα, αλλά και η ανάγκη προστασίας της ελληνικής οικονομίας από δυσμενείς μακροοικονομικές και χρηματοπιστωτικές εξελίξεις. Η πρόσφατη αυτή ιστορική εμπειρία κατέδειξε μάλιστα ότι η αντιμετώπιση της εν λόγω κρίσιμης κατάστασης δεν είχε να κάνει μόνο με την πολιτική και την οικονομική διαχείριση, αλλά και με την επίλυση πληθώρας νομικών θεμάτων, ιδίως όσον αφορά την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου.

V. Συμπερασματικές παρατηρήσεις

Σήμερα, η ΕΕ παραμένει ένας από τους πιο ελκυστικούς προορισμούς για επενδύσεις, κάτι το οποίο διασφαλίζεται και από τις διατάξεις των ευρωπαϊκών Συνθηκών. Τα capital controls ως μέτρα καταρχήν «αντι-ενωσιακά» [8], που προωθούν τον προστατευτισμό των εθνικών αγορών, δύνανται να δικαιολογηθούν -μόνο κατ’ εξαίρεση και υπό αυστηρές προϋποθέσεις- επειδή συντρέχουν λόγοι δημόσιας τάξης ή/και δημόσιας ασφάλειας. Στην περίπτωση της Ελλάδας, όπως αντιστοίχως συνέβη και στην Κύπρο, ένεκα των εξαιρετικά επειγουσών συνθηκών, οι αρχές έλαβαν έκτακτα μέτρα τα οποία, κατ’ ορθή ερμηνεία, δεν συνιστούσαν ουσιαστική οπισθοδρόμηση του ενωσιακού δικαίου όσον αφορά την ελευθερία διακίνησης κεφαλαίων, διότι υπήρξε ένας θεμιτός περιορισμός της ελευθερίας, με σεβασμό του αναγκαίου μέτρου, των υποδείξεων των ειδικών και της ανάγκης των εν λόγω κρατών μελών της Ευρωζώνης να προστατεύσουν το χρηματοπιστωτικό σύστημα, την εγχώρια οικονομία και την ευημερία των πολιτών τους, και, ως εκ τούτου, δεν αποτέλεσαν μια εν τοις πράγμασι κατάργηση ή αναστολή ισχύος της ελευθερίας σε μονιμότερη βάση που θα επηρέαζε καταλυτικά τον ίδιο τον χαρακτήρα της εσωτερικής αγοράς της Ένωσης.  

Οι έλεγχοι κεφαλαίων, που είναι προορισμένοι από τη φύση τους να εγείρουν ερμηνευτικά προβλήματα και να θέτουν ζητήματα εναρμονίσεως με το ισχύον σύστημα του ενωσιακού δικαίου, αντανακλούν, αναμφιβόλως, τη φιλοσοφία των εκάστοτε εθνικών αρχών σε σχέση με τον βέλτιστο βαθμό κρατικής παρέμβασης στην οικονομία. Μολονότι παρατηρείται δε ότι οι βραχυπρόθεσμοι έλεγχοι κεφαλαίων μπορεί να είναι χρήσιμοι σε περιόδους κρίσης [9], δεν αποτελούν πανάκεια και το πραγματικό τους κόστος δεν είναι διόλου αμελητέο. Πάντως, είναι βέβαιο ότι κάθε κράτος οφείλει να χειρίζεται με σωφροσύνη τα έκτακτα θέματα που ανακύπτουν, σταθμίζοντας συνεχώς τα θετικά και τα αρνητικά των ελέγχων καθόλη τη διάρκεια εφαρμογής τους, δεδομένου ότι ως μέρος της λύσης -για τη μείωση της πιθανότητας ακραίων επεισοδίων προς «ίαση» της εγχώριας οικονομίας- δεν πρέπει να φτάνουν στο σημείο να είναι χειρότεροι από την ίδια την «ασθένεια», καταλήγοντας να είναι μέρος του προβλήματος. Σε κάθε περίπτωση, πέραν των οικονομικών αναλύσεων, πρέπει να δίνεται η δέουσα προσοχή και ως προς τη νομική φυσιογνωμία των κεφαλαιακών περιορισμών [10] εντός της καθιερωθείσας από την Ένωση έννομης τάξης που έχει καταστεί αναπόσπαστο στοιχείο της πολιτικής και κοινωνικής μας πραγματικότητας.

* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Συνήγορος» (αρ. τεύχ. 150/2022, σελ. 32-35).


[1] Η έννοια των «κεφαλαίων» σχετίζεται κατά κανόνα με την κυκλοφορία του χρήματος, ενώ έχει ερμηνευθεί ευρέως από το Δικαστήριο της ΕΕ ούτως ώστε να συμπεριλαμβάνει και μη χρηματικά μέσα, όπως μέσα σε είδος. Το κεφάλαιο είναι, θεωρητικά, ο πιο «κινητός» συντελεστής της παραγωγής, κυρίως χάρη στον «ρευστό» του χαρακτήρα, καθότι μπορεί να κυκλοφορήσει με τεράστια ταχύτητα πέρα από τα εθνικά σύνορα. Προκειμένου, δε, να περιοριστεί η άστατη φύση του, οι ευρωπαϊκές χώρες κατά παράδοση προσπάθησαν να ελέγξουν τις εισροές και τις εκροές κεφαλαίων.

[2] Η νομιμότητα της επιβολής κεφαλαιακών περιορισμών σε χώρες της ΕΕ οριοθετείται, όχι μόνο από τις διατάξεις των Συνθηκών της ΕΕ και την ενωσιακή νομολογία, αλλά και από τα άρθρα της «Διεθνούς Συμφωνίας για το ΔΝΤ», όπως ισχύει για όλες σχεδόν τις χώρες σε διεθνές επίπεδο.

[3] Ο όρος «ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων» αναφέρεται στη θεμελιώδη οικονομική ελευθερία του ενωσιακού δικαίου, η οποία έχει καθιερωθεί από το πρωτογενές και το παράγωγο ενωσιακό δίκαιο, αλλά και από την πάγια νομολογία των ενωσιακών δικαιοδοτικών οργάνων. Ελλείψει οποιουδήποτε επίσημου γενικού ορισμού -εκ του ισχύοντος πρωτογενούς ή παράγωγου ενωσιακού δικαίου- των «κινήσεων κεφαλαίων», ως τέτοιες δύνανται να ορισθούν -ιδίως- οι εν γένει μονομερείς μεταφορές αξιών σε χρήμα  ή σε είδος  (συνήθως για επενδυτικούς σκοπούς) από ένα κράτος μέλος σε κάποιο άλλο, καθώς και οι διασυνοριακές εν λόγω μεταφορές μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών, συμπεριλαμβανομένου του συνόλου των αναγκαίων πράξεων για την πραγματοποίηση αυτών των κινήσεων. Η απελευθέρωσή τους συνιστά ουσιώδη πτυχή της εσωτερικής αγοράς και απαραίτητο παράγοντα λειτουργίας εκάστης έκφανσης της ελεύθερης κυκλοφορίας στην Ένωση. Η διαμόρφωση της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, από την εγκαθίδρυση της πανευρωπαϊκής αγοράς μέχρι και τη σύγχρονη εποχή, υπήρξε σταδιακή και απόλυτα ελεγχόμενη.

[4] Κατά το άρθρο 26 παρ. 2 ΣΛΕΕ, η εσωτερική αγορά αποτελεί «χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων».

[5] Η γενική έννοια των «κεφαλαιακών περιορισμών» εμπεριέχει ένα ευρύ φάσμα διαφοροποιημένων και συχνά ειδικών για κάθε χώρα μέτρων. Η δε νομική συζήτηση για το τι συνιστά «περιορισμό» στη ροή κεφαλαίων, ιδίως επί οριακών περιπτώσεων, συνεχίζεται εις το διηνεκές. Το γεγονός αυτό, όμως, δεν προκαλεί έκπληξη· η δε έννοια του «περιορισμού» είναι θεμελιώδες στοιχείο της ελεύθερης κυκλοφορίας στον ευρωπαϊκό χώρο. Οι κεφαλαιακοί περιορισμοί, μεταξύ άλλων, αφορούν τις άμεσες επενδύσεις, τις επενδύσεις χαρτοφυλακίου, τις επενδύσεις και λοιπές οικονομικές δραστηριότητες περί ακινήτων, την απόκτηση συμμετοχών σε κεφάλαιο αλλοδαπής εταιρείας, τις μεταφορές αξιών, τις συναλλαγές σε τίτλους της κεφαλαιαγοράς/χρηματαγοράς, τις δωρεές κάθε μορφής, τις κληρονομιές, τα δάνεια/χρησιδάνεια, τις ασφάλειες, λοιπές εγγυήσεις και δικαιώματα ενεχύρου, καθώς και άλλους τύπους διακίνησης κεφαλαίων.

[6] Η Ισλανδία επέβαλε αυστηρούς ελέγχους, τόσο στις εισροές κεφαλαίων όσο και στις εκροές, μετά από μια βαθιά κρίση που εκδηλώθηκε τον Οκτώβριο του 2008. Μολονότι δε η Κεντρική Τράπεζα της Ισλανδίας ξεκίνησε τη σταδιακή εγκατάλειψη των capital controls τον Οκτώβριο του 2009, εν τέλει αυτά διάρκεσαν -έστω και υπό πιο χαλαρή μορφή- έως τον Μάρτιο του 2017, καθώς, με την πάροδο των ετών, η νησιωτική χώρα της βόρειας Ευρώπης ανέκαμψε από τις οικονομικές δυσκολίες. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι ο Ευρωπαϊκός Οικονομικός Χώρος (ΕΟΧ) συγκεντρώνει τις χώρες της EE και τις τρεις χώρες ΕΟΧ/ΕΖΕΣ (Ισλανδία, Νορβηγία, Λιχτενστάιν) σε μια ενιαία αγορά, διεπόμενη εκ των ιδίων βασικών κανόνων που αποσκοπούν στην ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων, υπηρεσιών, προσώπων και κεφαλαίων, σε ένα ανοιχτό και ανταγωνιστικό περιβάλλον. Οι κανόνες της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ περί κυκλοφορίας των κεφαλαίων έχουν σχεδόν παρόμοια λειτουργία με τους κανόνες της ΣΛΕΕ.

[7] Η «τραπεζική καταστροφή» της Κύπρου αναμφίβολα αποτέλεσε ένα εκ των σημαντικότερων σημείων της οικονομικής της ιστορίας, συγκλόνισε δε ολόκληρη την Ευρωζώνη και οδήγησε τη χώρα στην επιβολή capital controls από τον Μάρτιο του 2013 έως τον Απρίλιο του 2015.

[8] Τα capital controls συχνά περιλαμβάνουν ένα μείγμα από διάφορα μέτρα, όπως όρια στις αποσύρσεις, απαγόρευση ορισμένων εντολών πληρωμής και τερματισμού προθεσμιακών καταθέσεων, περιορισμούς στη χρήση πιστωτικών/χρεωστικών/προπληρωμένων καρτών, περιορισμούς σε λοιπές τραπεζικές εργασίες, πραγματοποίηση συναλλαγών με την έγκριση της κεντρικής τράπεζας κλ.π..

[9] Αν και τα capital controls χαρακτηρίζουν κατά κανόνα εκείνες τις προβληματικές οικονομίες στις οποίες επικρατεί ένας συνεχής φόβος οικονομικής αστάθειας, είναι δεδομένο ότι -προπαντός σε περίοδο οικονομικής κρίσης- δημιουργούνται κίνητρα για την εισαγωγή διαφόρων ελέγχων στις κινήσεις κεφαλαίων και πληρωμών προς εξυπηρέτηση οικονομικοπολιτικών σκοπών, και δη στις ευάλωτες οικονομίες που είναι επιρρεπείς σε εξωτερικούς κραδασμούς.

[10] Ως προς τη διεξοδική ανάλυση των σημαντικότερων ζητημάτων που αφορούν την ελευθερία κυκλοφορίας κεφαλαίων και πληρωμών και τους περιορισμούς της, βλ. Α. Ι. Σαμαράς, Οι κεφαλαιακοί περιορισμοί στο σύγχρονο ενωσιακό δίκαιο, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2022.

Share this post