Βασίλης Χατζόπουλος,
Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και στο Κολλέγιο της Ευρώπης, Δικηγόρος Αθηνών.
“Iωάννης Σαρμάς, Η Ένωση δικαίου: Η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εξελικτική και συνθετική μελέτη), Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσ/νίκη (2022), σελ ΧΙV και 765“
*Η βιβλιοκριτική που ακολουθεί γράφτηκε για το περιοδικό The Athens Review of Books όπου και θα δημοσιευτεί στο τεύχος του Οκτωβρίου.
Πώς θα περιέγραφε ένας παππούς στο εγγόνι του ένα όνειρο και μια προσδοκία του, κάτι για το οποίο έχει και ο ίδιος εργαστεί και κοπιάσει, κάτι το οποίο τον απασχολεί διαρκώς – επαγγελματικά και προσωπικά –, κάτι για το οποίο θέλει να του μεταφέρει τον ενθουσιασμό του; Θα του έλεγε πολλές διαφορετικές ιστορίες, θα του εξηγούσε με ποιον τρόπο τα πράγματα πήγαν προς το καλύτερο με τις προσπάθειες όλων και πώς μπορούν να βελτιωθούν ακόμη στο μέλλον. Θα το έκανε μέσα από τις δικές του εμπειρίες και ιστορίες, διηγούμενος αυτά που ξέρει καλύτερα, όσο πιο ζωντανά μπορεί.
Αυτό ακριβώς κάνει ο ανώτατος και εμπειρότατος δικαστικός Ιωάννης Σαρμάς στο βιβλίο του. Με πολλή αγάπη, στοργή θα έλεγε κανείς, εξηγεί γιατί δημιουργήθηκε, τι είναι, και πώς λειτουργεί η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και πώς έχει διαμορφώσει την Ευρώπη των δικαιωμάτων και των αξιών για την οποία, παρά τις ατέλειές της, είμαστε όλοι περήφανοι. Όντας ο ίδιος δικαστικός, επιλέγει να παρουσιάσει τα παραπάνω μέσα από τη νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ (ΔΕΕ), που εδρεύει στο Λουξεμβούργο.
Καταρχήν αξίζει να υπογραμμιστεί ότι αυτή είναι η πρώτη προσπάθεια Έλληνα νομικού να σταχυολογήσει και να σχολιάσει κατά τρόπο οριζόντιο και περιεκτικό (και όχι θεματικό, όπως λ.χ. στον τομέα της ενέργειας, των δημοσίων συμβάσεων, της υγείας κτλ.) τη νομολογία του ΔΕΕ. Ο ίδιος συγγραφέας ήταν ο πρώτος που είχε εξοικειώσει τους Έλληνες νομικούς με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (του Στρασβούργου) ήδη από το 1998 (εκδ. Αντ. Σάκκουλα). Άλλοι παλαιότεροι νομικοί είχαν αρκεστεί στο να μεταφράσουν από τα γαλλικά τη συλλογή νομολογίας του ΔΕΕ από τους Boulouis, Chevalier κτλ. (εκδ. Αντ. Σάκκουλα). Όμως, το ανά χείρας βιβλίο είναι κάτι πολύ παραπάνω από μια συλλογή νομολογίας.
Πρώτον, ο συγγραφέας επιλέγει να παρουσιάσει τις αποφάσεις ιστορικά, διακρίνοντας τέσσερις φάσεις εξέλιξης της ΕΕ και αντιστοίχως, της νομολογίας του Δικαστηρίου της. Διακρίνει τα «Θεμέλια, 1954-1957», την «Ανάπτυξη, 1967-1984», την «Εμβάθυνση, 1984-2003» και τον «Δυναμισμό, 2003 έως σήμερα». Η ιστορική αυτή παρουσίαση προσφέρεται για μια δυναμική ανάγνωση και κατανόηση των αποφάσεων του Δικαστηρίου, υποστηριζόμενη από ένα πυκνό εισαγωγικό σημείωμα για κάθε μια από τις τέσσερις αυτές περιόδους, στο οποίο ο συγγραφέας παρουσιάζει τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις στις οποίες εγγράφονται οι παρουσιαζόμενες αποφάσεις. Έτσι, καθίσταται κατανοητός ο διάλογος του ΔΕΕ με τα άλλα θεσμικά όργανα της ΕΕ, με τις κυβερνήσεις των κρατών μελών και με τις προκλήσεις των καιρών.
Αυτή η γενική law in context προσέγγιση εξειδικεύεται, δεύτερον¸ στα πλαίσια της κάθε παρουσιαζόμενης δικαστικής απόφασης. Το επιλεγμένο και υπογραμμισμένο κείμενο της κάθε απόφασης ακολουθείται από ένα σημείωμα, το οποίο ξεκινά με τα ιστορικά και πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, αλλά και με μια περισσότερο ή λιγότερο εκτενή επεξήγηση του οικονομικού, πολιτικού και κοινωνικού της διακυβεύματος. Έτσι λ.χ. κατανοούμε γιατί οι πρώιμες (και εν πολλοίς ξεχασμένες) αποφάσεις του Δικαστηρίου ήταν σημαντικές για να θεμελιώσουν την (τότε) Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα στο διεθνές σύστημα αλλά και στις συνειδήσεις των Κυβερνήσεων των έξι ιδρυτικών κρατών μελών. Διαβάζουμε για τις κυρίαρχες ιδεολογίες στη Γερμανία μετά την κατάρρευση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και το πώς αυτές αντιμετωπίστηκαν από τη Γαλλία του de Gaulle, για να κατανοήσουμε πώς το Δικαστήριο κατέστη ρυθμιστής, οριοθετώντας εμφατικά την αρμοδιότητά του. Μαθαίνουμε λεπτομερώς για την οργάνωση της αγοράς μετάλλου και τα καρτέλ στην μεταπολεμική Ευρώπη, για να κατανοήσουμε πώς το Δικαστήριο θεμελίωσε τις αρχές του δικαίου της εσωτερικής αγοράς και του ανταγωνισμού. Με τον τρόπο αυτόν οι αποφάσεις αποκτούν ζωή στο μυαλό του αναγνώστη και η κατανόησή τους – και του ρόλου του Δικαστηρίου – μοιάζει περισσότερο με βιωματικό παιχνίδι παρά με ξερή παράθεση γεγονότων.
Μετά το πρώτο, αφηγηματικό, μέρος ακολουθεί η νομική ανάλυση της κάθε παρουσιαζόμενης δικαστικής απόφασης. Ανάλυση η οποία συμπληρώνει και επεξηγεί το παρατεθέν κείμενο της ίδιας της απόφασης. Είναι αλήθεια ότι θέματα που αφορούν στη δικαιοδοσία και διαδικασία του Δικαστηρίου και στα όρια του δικαστικού ελέγχου, καθώς και σε θέματα δικαίου του ανταγωνισμού, αναλύονται εκτενέστερα από λ.χ. θέματα εσωτερικής αγοράς. Αυτό όμως είναι εντελώς φυσιολογικό για έναν δικαστικό που γράφει ένα βιβλίο με τίτλο «Η Ένωση Δικαίου».
Αυτά τα δύο σκέλη ανάλυσης υπάρχουν σε όλες τις αποφάσεις. Εν συνεχεία, αναλόγως με το βάρος και το ουσιαστικό περιεχόμενο της απόφασης, ακολουθούν ένα, δύο ή και τρία μέρη ακόμη. Όταν η παρουσιαζόμενη απόφαση έχει αποτελέσει έναυσμα για σημαντικές νομολογιακές ή νομοθετικές εξελίξεις, τότε παρουσιάζονται οι εξελίξεις αυτές. Έτσι λ.χ. μαζί με την απόφαση Pringle (C-370/12), παρουσιάζονται και οι αποφάσεις Gauweiler (C-62/14) και Weiss (C-492/17), καθώς όλες αφορούν στη νομιμότητα μέτρων που έλαβαν αφενός το Συμβούλιο της ΕΕ και αφετέρου η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τη διαχείριση της χρηματοπιστωτικής κρίσης και τη διάσωση της Ελλάδας και του Ευρώ. Όταν η θεματική την οποία θίγει η απόφαση είναι ευρύτερης σημασίας για την ευρωπαϊκή ενοποιητική διαδικασία, τότε παρουσιάζεται η σχετική προβληματική. Έτσι, λ.χ. επ’ ευκαιρία της απόφασης Sacchi (155/73), που αφορούσε στη δημιουργία τηλεοπτικού μονοπωλίου υπέρ κρατικής επιχείρησης, ο αναγνώστης βρίσκει μια ιδιαίτερα πλούσια και περιεκτική ανάλυση για το καθεστώς των δημοσίων επιχειρήσεων και των επιχειρήσεων που είναι επιφορτισμένες με την παροχή δημόσιας υπηρεσίας. Ή, επ’ ευκαιρία της απόφασης Altmark Trans (C-280/00), ο αναγνώστης διαβάζει μια περιεκτική εισαγωγή στο Ευρωπαϊκό δίκαιο των κρατικών ενισχύσεων. Όταν, τέλος, το θιγόμενο νομικό ζήτημα έχει εκτενώς αντιμετωπιστεί σε άλλες έννομες τάξεις, ιδίως στις ΗΠΑ ή στα κράτη μέλη της ΕΕ, παρατίθεται και μια ανάλυση συγκριτικού δικαίου. Έτσι λ.χ. επ’ ευκαιρία της απόφασης Wouters (C-309/99), που αφορούσε στην απαγόρευση συμπράξεων μεγάλων λογιστικών γραφείων με δικηγόρους υπό το πρίσμα του δικαίου του ανταγωνισμού, διαβάζουμε εκτενώς για την ύπαρξη και το περιεχόμενο του κανόνα της λογικής (rule of reason) στο Ευρωπαϊκό και στο Αμερικανικό δίκαιο. Ή επ’ ευκαιρία της απόφασης Tetra Laval (C-12/03 P), που αφορούσε στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου επί απόφασης του Πρωτοδικείου (νυν Γενικού Δικαστηρίου), προτείνεται αναλυτικότατη «σύγκριση της ενωσιακής με την ελληνική τεχνική του αναιρετικού ελέγχου».
Με την παραπάνω δομή και περιεχόμενο, το παρουσιαζόμενο βιβλίο είναι ένα συγγραφικό υβρίδιο: ενώ, τεχνικά, έχει τη μορφή μιας συλλογής δικαστικών αποφάσεων, προσφέρει ένα πλούσιο αφήγημα και μια επαρκή law in context ανάλυση των νομικών ζητημάτων και πολιτικών διακυβευμάτων και, πηγαίνοντας πέρα από τις σχολιαζόμενες αποφάσεις, καλύπτει επαρκώς πολλά από τα νομικά ζητήματα που θα βρίσκαμε σε ένα τυπικό εγχειρίδιο δικαίου της ΕΕ. Ο ρόλος του ως εγχειριδίου διευκολύνεται ακόμα παραπάνω από το Θεματικό Ευρετήριο των υποθέσεων, που ο συγγραφέας προτείνει στην αρχή του έργου του και στο οποίο κατανέμει τις παρουσιαζόμενες αποφάσεις σε επτά κεφάλαια, ως ακολούθως: «Η Ένωση και η εθνική κυριαρχία», «Η ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου», «Τα Όργανα και οι πράξεις της Ένωσης», «Το Δικαστήριο και η δικαστική προστασία», «Θεμελιώδη δικαιώματα», «Θεμελιώδεις ελευθερίες της Εσωτερικής Αγοράς» και «Δίκαιο του Ανταγωνισμού». Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο προλογίζων το έργο, τ. Πρόεδρος του Δικαστηρίου Β. Σκουρής, πρόκειται περί «ενός πρωτότυπου στη σύλληψή του και απολαυστικού στη μελέτη του πονήματος, από το οποίο και οι πλέον ενήμεροι περί τα ευρωπαϊκά πράγματα θα αντλήσουν σημαντικά οφέλη» (σελ. VII).
Αξίζει να σημειωθεί ότι το υπό παρουσίαση έργο εγγράφεται ως δεύτερο εννοιολογικά, αλλά τρίτο χρονικά, σε μια τριλογία βιβλίων του ίδιου συγγραφέα στη σειρά «Τα μεγάλα θέματα της νομολογίας». Το πρώτο βιβλίο της σειράς φέρει τον τίτλο «Εμείς ο λαός» (εκδ. Σάκκουλα, 2022) και είναι αφιερωμένο στη νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, ενώ το τρίτο, με τίτλο «Η δίκαιη ισορροπία» (εκδ. Σάκκουλα, 2018), παρουσιάζει τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Το γεγονός ότι ο ίδιος συγγραφέας μέσα σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα έχει καλύψει όλο το παραπάνω νομικό και νομολογιακό εύρος καταδεικνύει αφενός την βαθιά και πυκνή γνώση του και αφετέρου τον ενθουσιασμό και την αφοσίωσή του στα ζητήματα που άπτονται του ρόλου των ανώτατων, υπερεθνικών, δικαστηρίων.
Ίσως σε αυτόν τον υπέρμετρο ενθουσιασμό να εντοπίζεται και η βασική αδυναμία του βιβλίου. Ο αναγνώστης μένει με την εντύπωση ότι όλες οι αποφάσεις του Δικαστηρίου ήταν και είναι άψογες, ότι σε κάθε περίπτωση το Δικαστήριο έπραξε ό,τι ήταν θεσμικώς και ανθρωπίνως δυνατόν για να εξυπηρετήσει τον ανώτερο στόχο της Ευρωπαϊκής ενοποίησης. Δυστυχώς, τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι, και αν ο συγγραφέας επέλεγε να αναφερθεί σε μερικούς, έστω, σχολιασμούς των αποφάσεων που παρουσιάζει και να συζητήσει και κάποιες κριτικές σκέψεις από τις δεκάδες που έχουν εκφραστεί για κάθε μια από τις πολύ καίριες αποφάσεις που συζητά, θα κέρδιζε σε αντικειμενικότητα και αξιοπιστία. Για αποφάσεις όπως η Keck et Mithouard ή οι Viking και Laval έχουν γραφτεί χιλιάδες σελίδες αρνητικών σχολίων, ώστε να μην μπορεί κανείς να μιλήσει επαρκώς γι’ αυτές χωρίς να αναφερθεί, έστω και σύντομα, στις κριτικές τους.
Περαιτέρω, ο συγγραφέας παρουσιάζει την εν γένει δράση του Δικαστηρίου, αναγνωρίζοντας ότι πολύ συχνά αυτό ενεργεί πέραν των ρητών διατάξεων του πρωτογενούς ή/και δευτερογενούς δικαίου, ενίοτε αντίθετα με τις εκφρασμένες θέσεις άλλων θεσμικών οργάνων. Με άλλα λόγια: ακτιβιστικά! Όμως δικαιοσύνη και ακτιβισμός είναι έννοιες συχνά αντίπαλες, ενώ ο δικαστικός ακτιβισμός, ιδιαίτερα δε αυτός του ΔΕΕ, έχει απασχολήσει τη νομική θεωρία ήδη από την δεκαετία του 1980 (βλ. E Stein, ‘Lawyers, Judges, and the Making of a Transnational Constitution’ [1981] AJIL 75:1, 1-27 και H Rasmussen, On Law and Policy in the European Court of Justice: A Comparative Study in Judicial Policymaking (Dordrecht/Boston/Lancaster: Martinus Nijhoff Publishers, 1986) 154-189). Έκτοτε πολλοί και σημαντικοί ερευνητές του δικαίου της ΕΕ (ενδεικτικά, για την πρώιμη περίοδο: Cappelletti (1987), Weiler (1987), Hartley (1996), Arnull (1996), Dehousse (1998)) έχουν εκφράσει έντονες επιφυλάξεις για τον τρόπο, τις προϋποθέσεις και τη νομιμοποίηση του ακτιβισμού αυτού. Ο αναγνώστης του παρουσιαζόμενου βιβλίου, έχοντας διαβάσει 742 σελίδες με τα «κατορθώματα» του Δικαστηρίου, παραμένει ανυποψίαστος για την όλη προβληματική.
Τον δικαστικό ακτιβισμό του ΔΕΕ, ο οποίος, όπως υποδηλώνει και ο τίτλος του τέταρτου μέρους του βιβλίου («Ο δυναμισμός»), βαίνει ενισχυόμενος τα τελευταία χρόνια, τον αμφισβητούν με αυξανόμενη ένταση τα ανώτατα δικαστήρια των κρατών μελών. Όχι μόνο το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο στις υποθέσεις Gauweiler και Weiss, αλλά και τα Γαλλικά ανώτατα δικαστήρια, καθώς και τα δικαστήρια των νέων κρατών μελών (Πολωνία, Ουγγαρία, Σλοβενία). Η σχετική προβληματική παρουσιάζεται μόνο εν μέρει στο βιβλίο, με τρόπο που δεν ανταποκρίνεται στο βάθος του προβλήματος. Περαιτέρω, (υπο)τίτλοι όπως «Η σοφία του Δικαστηρίου» σε ένα από τα σχετικά κεφάλαια (σελ. 639) δεν κατατείνουν στην αντικειμενική κατανόηση των εγειρόμενων ζητημάτων.
Στα αρνητικά του βιβλίου πρέπει επίσης να αναφερθεί, εκτός από την απουσία μιας λίστας με τις παρουσιαζόμενες αποφάσεις, η παντελής έλλειψη ξενόγλωσσης βιβλιογραφίας (με τρείς εξαιρέσεις). Η επιλογή αυτή μπορεί να εξηγείται από το γεγονός ότι η ξενόγλωσση αρθρογραφία είναι συχνά πιο αναλυτική και πιο έντονα κριτική από την αντίστοιχη ελληνική – και ο συγγραφέας έχει επιλέξει να μην ασκήσει κριτική στο Δικαστήριο και στο έργο του. Είναι πάντως μια επιλογή που «φτωχαίνει» ένα κατά τα λοιπά ιδιαίτερα πλούσιο και πρωτότυπο βιβλίο. Τόσο πρωτότυπο και πλούσιο που εύλογα θα δικαιολογούσε τη μετάφρασή του και σε άλλες γλώσσες, ώστε να διασπείρει την αγάπη του συγγραφέα του για την Ευρώπη και τα νομικά της επιτεύγματα πέρα από τα σύνορα της χώρας μας, σε μια εποχή όπου η έλλειψη αυτής της αγάπης ίσως να είναι το σημαντικότερο πρόβλημα της ΕΕ.